αὐθαδίᾳ — αὐθαδίᾱͅ , αὐθάδεια fem dat sg (attic doric aeolic) αὐθαδίᾱͅ , αὐθαδία wilfulness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυθαδία — αὐθαδία, η (Α) η αυθάδεια … Dictionary of Greek
αὐθαδίας — αὐθαδίᾱς , αὐθάδεια fem acc pl αὐθαδίᾱς , αὐθάδεια fem gen sg (attic doric aeolic) αὐθαδίᾱς , αὐθαδία wilfulness fem acc pl αὐθαδίᾱς , αὐθαδία wilfulness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθαδίαι — αὐθαδίᾱͅ , αὐθάδεια fem dat sg (attic doric aeolic) αὐθαδίᾱͅ , αὐθαδία wilfulness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθαδίαν — αὐθαδίᾱν , αὐθάδεια fem acc sg (attic doric aeolic) αὐθαδίᾱν , αὐθαδία wilfulness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυθαδ(ε)ιάζω — [AM αὐθαδ(ε)ιάζομαι] συμπεριφέρομαι ἡ μιλάω με αυθάδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. αυθαδειάζομαι < αυθάδεια αυθαδιάζομαί < αυθαδία] … Dictionary of Greek
χλιδή — η, ΝΜΑ τρυφηλότητα, ηδυπάθεια και μαλθακότητα («ὁρῶντες... τὸν Μακρῑνον ἐν χλιδῇ καὶ τρυφῇ διαιτώμενον», Ηρωδιαν.) νεοελλ. συνεκδ. ζωή μέσα στον πλούτο και στην πολυτέλεια αρχ. 1. αλαζονεία, ύβρις που οφείλεται στον πολυτελή και ακόλαστο βίο («μή … Dictionary of Greek
αὐθαδίαις — αὐθάδεια fem dat pl αὐθαδία wilfulness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)